Δεύτερη φορά μέσα σε έναν χρόνο που ο Αλβανός Πρωθυπουργός, Έντι Ράμα, επισκέφθηκε την Ελληνική επικράτεια με σκοπό να μιλήσει προς τους Αλβανούς πολίτες που ζουν και εργάζονται στην χώρα μας .
Τον Μάιο ήταν η πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Αθήνα και μίλησε στο κλειστό γήπεδο Γαλατσίου, εκεί ήταν που προκλητικά είχε δηλώσει πως "«Σε όσους εδώ στην Ελλάδα ξαφνιάστηκαν ή στενοχωρήθηκαν λέω ότι δεν ήρθα να συναντήσω τους πρώην υπηρέτες τους, αλλά τους ισότιμους ιδιοκτήτες της χώρας»
Σήμερα , από την Θεσσαλονίκη αυτή την φορά, οι προκλητικές του δηλώσεις επικεντρώθηκαν στην ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, τους Βορειοηπειρώτες. Μάλιστα όπως μεταδίδει η ιστοσελίδα himara.gr "Ο Ράμα σχολίασε ότι ορισμένα άτομα, τους οποίους χαρακτήρισε «φαντάσματα του παρελθόντος», διαμαρτυρήθηκαν για την παρουσία του, χρησιμοποιώντας φυλλάδια και συνθήματα που αφορούσαν το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου. Εκφράζοντας τη λύπη του για αυτές τις αντιδράσεις, τόνισε ότι τέτοιες ενέργειες δεν βοηθούν τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
«Η Βόρειος Ήπειρος είναι ένας όρος που έχει πεθάνει», δήλωσε ο Ράμα. «Δεν είναι λόγος αυτός να καλλιεργούμε αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ένας απαραίτητος εταίρος που, μαζί με την Ιταλία και την Τουρκία, σχηματίζει ένα στρατηγικό τρίγωνο στην εξωτερική μας πολιτική».
Δυστυχώς και αυτή την φορά η Ελληνική Κυβέρνηση έκανε πως δεν ακούει και απέδειξε ότι δεν έχει σκοπό να αλλάξει την στάση κατευνασμού και απάθειας που κρατά απέναντι σε κάθε πρόκληση, τόσο των Αλβανών γειτόνων μας όσο και προς κάθε προσβολή , πρόκληση και παράλογη απαίτηση όλων των γειτόνων μας .
Επειδή όμως εμείς δεν ξεχνάμε και η ιστορία δεν αλλάζει , θα σας γράψω παρακάτω την νεότερη και σύγχρονη ιστορία της Βορείου Ηπείρου και πως φτάσαμε στο καθεστώς που υφίσταται σήμερα!
Μεταβατική περίοδος (1881-1912)
Με την Οθωμανική αυτοκρατορία στα πρόθυρα της πτώσης, η ελληνική κυβέρνηση, με υπόμνημα του υπουργείου Εξωτερικών στις 13 Ιουνίου του 1912, θεωρεί πως στην Ήπειρο και κατ' επέκταση στην Ελλάδα ανήκουν ολόκληρες οι περιφέρειες της Πρέβεζας, της Ηγουμενίτσας, των Ιωαννίνων, το μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου και η μισή περιφέρεια της Αυλώνας από τη γραμμή του Κουρβελέσι και την Κλεισούρα στον Αώο. Σύμφωνα με το υπόμνημα στην Αλβανία ανήκαν ολόκληρο το διαμέρισμα της Σκόδρας και από το διαμέρισμα των Ιωαννίνων μόνο η περιοχή του Βερατίου.
Στις περιοχές που αξίωνε η ελληνική κυβέρνηση ζούσαν επί το πλείστον Έλληνες ορθόδοξοι. Συγκεκριμένα, με βάση την τουρκική απογραφή του 1908, κατοικούσαν εκεί 326.778 χριστιανοί και 174.802 μουσουλμάνοι. Παρόλα αυτά, όταν οι Τούρκοι αποχωρούσαν από την Ήπειρο το καλοκαίρι του 1912, προς όφελος των Αλβανών, αναγνώρισαν ως αλβανικά τα διαμερίσματα (βιλαέτια) της Σκόδρας, του Κοσόβου, του Μοναστηρίου αλλά και των Ιωαννίνων.
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913)
Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων οι Αλβανοί κοινοποίησαν στις Μεγάλες Δυνάμεις, την αμέριστη υποστήριξή τους απέναντι στους Νεότουρκους καθώς έτσι εξυπηρετούσαν και τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε αρχικά την Κορυτσά. Στις αρχές του 1913 ένα άλλο τμήμα του μετά την νίκη στο Μπιζάνι, εισήλθε στα Ιωάννινα και προχωρώντας βόρεια στις 16 Μαρτίου εισήλθε στο Αργυρόκαστρο (16 Μαρτίου) και στο Τεπελένι (19 Μαρτίου).
Στις 29 Ιουλίου 1913 οι Μεγάλες δυνάμεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1913), αναγνωρίζουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και με το Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1913) της παραχωρείται η περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος αρχικά αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή που κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί και ήδη κατείχε με ισχυρές δυνάμεις (13 Οκτωβρίου 1913). Έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις, με υπόμνημα που απέστειλαν στο ελληνικό κράτος στις 13 Φεβρουαρίου 1914, μετά την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου Φλωρεντίας (1914) απαιτούσαν την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή σε διαφορετική περίπτωση δεν θα αναγνωρίζονταν η ελληνική επικυριαρχία επί των νήσων του Αιγαίου (εκτός της Ίμβρου, Τένεδου και Καστελόριζου).
Επιπλέον, ζητούσαν από την Ελλάδα να μην ενθαρρύνει καμιά μορφή αντίδρασης στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής.
Η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου (1914)
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού εξέφρασε τη λύπη του για την αποχώρηση και ζήτησε εγγυήσεις για την ασφάλεια των πληθυσμών, συμφώνησε και ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρηση του στρατού. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι της περιοχής αρνήθηκαν να συμβιβαστούν και στις 28 Φεβρουαρίου 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο. Οι Ηπειρώτες αυτοί πίστευαν ότι είχαν προδοθεί από το ελληνικό κράτος, γιατί όχι μόνο αποχώρησε από την περιοχή τους, αλλά και δεν τους προμήθευσε με όπλα για να αμυνθούν έναντι των Αλβανών.
Η αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος περιελάμβανε αρχικά εκτός από το Αργυρόκαστρο, την Χιμάρα, το Δέλβινο, τους Άγιους Σαράντα και την Πρεμετή. Μετά την αποχώρηση όμως των ελληνικών δυνάμεων ξέσπασαν ταραχές μεταξύ των Αλβανών και των Ηπειρωτικών δυνάμεων. Έπειτα από έντονες στρατιωτικές συγκρούσεις οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν διαδοχικά την Ερσέκα, την περιοχή της Κολώνιας και την Κορυτσά, που είχαν παραδοθεί νωρίτερα στην νεοσύστατη Αλβανική χωροφυλακή από τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του. Η αλβανική κυβέρνηση οδηγήθηκε σε συμβιβασμό και στις 17 Μαρτίου υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αναγνώριζαν την αυτονομία της Β. Ηπείρου και δεσμεύονταν για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.
Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ποτέ δεν τέθηκε σε ουσιαστική εφαρμογή. Μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων, καθώς είχε ήδη ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η αλβανική κυβέρνηση καταρρέει και ο Βήντ αποχωρεί από τη χώρα. Οι επαναστάτες σκόπευαν, καθοδηγούμενοι από τους Νεότουρκους, να αποκαταστήσουν την τούρκικη κυριαρχία στην χώρα.
Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918)
Με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται, στις 27 Οκτωβρίου 1914, για δεύτερη φορά στην περιοχή, "καταλύοντας" τυπικά την προσωρινή κυβέρνηση και θέτοντας πλέον την περιοχή υπό την προστασία του ελληνικού κράτους. Η Ιταλία, για να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση, κατέλαβε τον Αυλώνα. Όμως κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, η Ιταλία επωφελήθηκε και κατέλαβε όλη την Ήπειρο, μέχρι και τα Ιωάννινα.
Όταν αργότερα η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο (1917), ο ελληνικός στρατός προέλασε επανακτώντας πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή, την Χειμάρρα, τη Ρίζα, το Λεσκοβίκι και την Μοσχόπολη. Το 1921 για δεύτερη φορά στη διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι οι περιοχές αυτές επιδικάστηκαν στην Αλβανία, ύστερα από διπλωματικές μηχανορραφίες και ενώ μεσολάβησαν και οι πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας εκείνο το διάστημα.
Β' Παγκόσμιος πόλεμος (1939-1945)
Το 1939 η Ιταλία κατέλαβε αμαχητί την Αλβανία και τον επόμενο χρόνο προσπάθησε να εισβάλει μέσω αυτής στην Ελλάδα. Όμως, με τις νίκες που σημείωσε ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε και εισήλθε για τρίτη φορά στην Β. Ήπειρο. Η προέλαση του στρατού και η απελευθέρωση κάθε πόλης γιορταζόταν όχι μόνο από τους αυτόχθονες Έλληνες των περιοχών αυτών αλλά και από όλη την Ελλάδα που ζούσε τον παλμό των επιχειρήσεων στα βουνά του μετώπου.
Τελικά, μετά την συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς (Απρίλιος 1941), οι Ιταλοί επέστρεψαν στην Β. Ήπειρο και συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους με αφάνταστη σκληρότητα, όπως και οι Γερμανοί αργότερα. Κάηκαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες. Πολλοί Βορειοηπειρώτες οργάνωσαν ένοπλα αντάρτικα τμήματα στα βουνά της περιοχής, οργανώνοντας το Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου. Υπήρχαν και άλλοι Βορειοηπειρώτες που εντάχθηκαν στο πλευρό του κομμουνιστικού αντάρτικου του Ενβέρ Χότζα, βάσει της Χάρτας του Ατλαντικού, με την προσδοκία να λάβουν μετά τον πόλεμο δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Με το τέλος του Ελληνικού εμφυλίου πολλά μέλη φιλοκομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ήπειρο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου